αισθηματολογικός

αισθηματολογικός
-ή, -ό [αισθηματολογία]
1. αυτός που αναφέρεται σε αισθηματολογία
2. αυτός που ρέπει σε αισθηματολογίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αισθηματολογικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την αισθηματολογία: Αυτές είναι αισθηματολογικές κουβέντες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”